πρωταπριλιάτικος

πρωταπριλιάτικος
-η, -ο, Ν [πρωταπριλιά]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωταπριλιά ή αυτός που γίνεται κατά την πρωταπριλιά («πρωταπριλιάτικο ψέμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το πρωταπριλιάτικο
το ψέμα που λέγεται ως αναβίωση παλαιότερου εθίμου ή ως αστεϊσμός την ημέρα τής πρωταπριλιάς.
επίρρ...
πρωταπριλιάτικα Ν
την ημέρα τής πρωταπριλιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωταπριλιάτικος — η, ο αυτός που αναφέρεται στην πρωταπριλιά: Πρωταπριλιάτικο νέο (δηλ. ψέμα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”